- καβουρδιστός
- καβουρδιστός, -ή, -ό και καβουρντιστός, -ή, -ό1. ξεροψημένος, τσιγαριστός, κοκκινισμένος.2. μτφ., ψημένος από το λιοπύρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καβουρδιστός — ή, ό βλ. καβουρντιστός … Dictionary of Greek
καβουρντιστός — και καβουρδιστός, ή, ό 1. καβουρδισμένος, ξεροψημένος («καβουρντιστός καφές») 2. μτφ. ψημένος από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καβουρντίζω ο τ. καβουρδιστός οφείλεται σε «υπεραστισμό» (βλ. λ. βόμβα)] … Dictionary of Greek
κοκκινιστός — ή, ό 1. (ιδίως για κρέας) αυτός που παρασκευάστηκε με κοκκίνισμα, καβουρδιστός, τσιγαριστός 2. ο μαγειρεμένος με ντομάτα («κοκκινιστό πιλάφι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοκκινίζω, με τη σημ. «τσιγαρίζω»] … Dictionary of Greek